- Λουκάς
- οκύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λουκάς (άγιος) — (1oς αι. μ.Χ.). Ευαγγελιστής και άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του γιατρού. Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Απόστολου Παύλου, τον οποίο συνόδευσε στη Ρώμη και συνέδραμε ηθικά στη διάρκεια… … Dictionary of Greek
Λουκάς — I Όνομα διαφόρων αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο απόστολος. Ήταν επίσκοπος Λαοδικείας και αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο (A’ Τιμόθεον, δ’, ε’). Η μνήμη του τιμάται στις 10 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο όσιος. Καταγόταν από την Ταυρομενία… … Dictionary of Greek
Λούκας τζούνιορ, Ρόμπερτ — (Robert Lucas, Jr., Γιακίμα, Ουάσινγκτον 1937 –). Αμερικανός ιστορικός, οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιστορία στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1959 συνέχισε για μεταπτυχιακό στον ίδιο τομέα, στο πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Λουκάς Χρυσοβέργης — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1156 69). Διαδέχτηκε στο πατριαρχικό αξίωμα τον Κωνσταντίνο Δ’. Επρόκειτο για άρτια καταρτισμένο θεολόγο, καθώς και γνώστη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Εργάστηκε με ζήλο για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του… … Dictionary of Greek
Λούκας, Τζορτζ — (George Lucas, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Η καριέρα του ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία, όταν συμμετέχοντας σε έναν φοιτητικό διαγωνισμό ταινιών απέσπασε το πρώτο βραβείο για το φιλμ του… … Dictionary of Greek
Άγιος Λουκάς — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 970 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ταμιναίων. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.555 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του… … Dictionary of Greek
Ασκητής, Λουκάς — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Δαδί. Εντάχθηκε στο σώμα του Αθανάσιου Διάκου. Σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου 1821 … Dictionary of Greek
Βάγιας, Λουκάς — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αδελφός του Θανάση Βάγια, γιατρός στην αυλή του Αλή Πασά. Ο Αλή πασάς τον έστειλε να σπουδάσει ιατρική στην Ευρώπη με δικά του έξοδα. Παρέμεινε εκεί δώδεκα χρόνια, αφού παρακολούθησε μαθήματα στα πανεπιστήμια του… … Dictionary of Greek
Βαν Λέιντεν, Λούκας — (Lucas Van Leyden, Λέιντεν 1494 – 1533). Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Διδάχτηκε τη ζωγραφική από τον πατέρα του, μέτριο ζωγράφο. Νεαρός ακόμα φιλοτέχνησε την Ιστορία του αγίου Ουμβέρτου, τον πρώτο του αξιόλογο πίνακα. Επιδόθηκε επίσης και στη… … Dictionary of Greek
Γεραλής, Λουκάς — (Μυτιλήνη 1875 – Αθήνα 1959). Ζωγράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ακολούθησε την τεχνοτροπία του ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Γ. τιμήθηκε με διάφορες διακρίσεις για… … Dictionary of Greek